- λουτρωνικός
- λουτρωνικός, ή, όν,A of the public baths, Cod.Just.1.4.26 Intr.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λουτρωνικός — λουτρωνικός, ή, όν (Α) [λουτρών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δημόσιο λουτρώνα … Dictionary of Greek